-
1 δαχτυλίδι
το см. δακτυλίδι[ον];§ τα δαχτυλίδι' άν πέσανε, τα δάχτυλα πομένουν ещё не всё потеряно -
2 δαχτυλίδι
1) anneau2) bague -
3 δαχτυλίδι
1) kółko (n) rzecz.2) obrączka (f) rzecz.3) pierścień (m) rzecz.4) pierścionek (m) rzecz. -
4 δαχτυλίδι
1) kroužek2) kruh3) prsten4) prstenec -
5 δαχτυλίδι
ringΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δαχτυλίδι
-
6 Έχει μέση δαχτυλίδι
• У нее осиная талияИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έχει μέση δαχτυλίδι
-
7 yüzük
δαχτυλίδι, δακτύλιος -
8 prsten
δαχτυλίδι -
9 prstenec
δαχτυλίδι -
10 kółko
δαχτυλίδι -
11 pierścień
δαχτυλίδι -
12 pierścionek
δαχτυλίδι -
13 кольцо
-й, πλθ. кольца, колец, кольцам ουδ.1. κρίκος•гимнастические -а γυμναστικοί κρίκοι.
|| κύκλος - сатурна ο δακτύλιος του Κρόνου (αστέρα). || δαχτυλίδι•кольцо с бриллиантом δαχτυλίδι με μπριγιάντι•
обручальное кольцо δαχτυλίδι αρραβώνας.
2. κάθε κατασκεύασμα δακτυλιωτό. || κλοιός•кольцо врага ο κλοιός του εχθρού.
|| κύκλος. || τέρμα των τραμ, τρόλεϋ, λεωφορείων κλπ. (κυκλικής επιστροφής). || ρουλό•салфетное кольцо ρολό πετσετακιών.
επίρ. -ом, -ими δακτυλιοει-δώς, δακτυλιωτά• κυκλικά.εκφρ.сгибаться -ом ή гнуть спину в кольцо – υποκλίνομαι ταπεινά, προσκυνώ, υποκύπτω•свернуться -ом – κουλουριάζομαι, κουβαριάζομαι. -
14 кольцо
1. тех. ο δακτύλι/ος, ο κρίκος, το στεφάνιбиение - ец απόκλιση/παίξιμο - ωνконтактное эл. - επαφήςмасло-съёмное - λαδιού/ελαίουразрезное - με εγκοπή, διαιρούμενο -2. (предмет, имеющий форму обруча) о κρίκος, το δαχτυλίδιгодичные - ьца бот. ετήσιοι δακτύλιοι (του κορμού δέντρου) Заносимое на пальце украшение) το δαχτυλίδιсеребряное - ασημένιο/αργυρό -4. -ьца мн. (гимнастический снаряд) οι κρίκοι (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кольцо
-
15 кольцо
кольцо с 1) (круг) о κρίκος 2) (на пальце) το δαχτυλίδι 3) мн.: кольца спорт, οι κρίκοι* * *с1) ( круг) ο κρίκος2) ( на пальце) το δαχτυλίδι3) мн.ко́льца — спорт. οι κρίκοι
-
16 надевать
надеватьнесов φορώ, βάζω, περνῶ:\надевать шу́бу βάζω τή γούνα· \надевать шляпу βάζω τό καπέλλο μου· \надевать платье φορῶ τό φουστάνι· \надевать в рукава περνῶ τά μανίκια· \надевать жакет внакидку ρίχνω τή ζακέτα στους ὠμους· \надевать кольцо βάζω τό δαχτυλίδι, περνῶ τό δαχτυλίδι· \надевать очки́ βάζω τά γιαλιά μου· \надевать траур φορῶ πένθος, μαυροφορώ. -
17 перстень
-тня α. δαχτυλίδι•перстень с рубином δαχτυλίδι με ρουμπίνι.
-
18 вставлять
вставлятьнесов θέτω, ἐνθέτω, βάζω, τοποθετώ/ προσθέτω, παρεμβάλλω, καταχωρίζω (в текст)! εἰσάγω (вводить):\вставлять стекла а) ὑαλοθετώ, περνώ τζάμια, б) βάζω φακούς, περνάω γυαλιά (в очки)· \вставлять камень в оправу βάζω πέτρα στό δαχτυλίδι· ◊ \вставлять словечко προσθέτω μιά λέξη, λέγω μιά κουβέντα. -
19 обручальный
обруч||а́льныйприл τοῦ ἀρραβώνα:\обручальныйальное кольцо ἡ βέρα, τό δαχτυλίδι τοῦ γάμου, ὁ δακτύλιος ἀρραβωνος. -
20 перстень
перстеньм τό δακτυλίδι, τό δαχτυλίδι, ὁ δακτύλιος.
См. также в других словарях:
δαχτυλίδι — Βλ. λ. δακτυλίδι. * * * και δακτυλίδι, το (AM δακτυλίδιον Μ και δακτυλίδιν) [δακτύλιος] κόσμημα από μέταλλο συνήθως πολύτιμο (ή από άλλο υλικό) σε σχήμα κρίκου με λίθο ή σφραγίδα, το οποίο φοριέται στην κάτω φάλαγγα τών δαχτύλων τού χεριού,… … Dictionary of Greek
δαχτυλίδι — το 1. κρίκος μετάλλινος που χρησιμοποιείται ως κόσμημα των δακτύλων: Ένας αρραβώνας επισημοποιείται πάντα με ένα δαχτυλίδι. 2. καθετί που μοιάζει με δαχτυλίδι: Έχει μέση δαχτυλίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτυλίδι ή δαχτυλίδι — Κρίκος από μέταλλο, συνήθως πολύτιμο, που φοριέται στο δάχτυλο είτε ως κόσμημα είτε ως σύμβολο πίστης είτε ακόμα ως σύμβολο εξουσίας. Η καταγωγή του είναι πάρα πολύ παλαιά και ανάγεται στην εποχή του χαλκού. Το δ. ήταν στην αρχή πολύ απλό, αλλά… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
βέρα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1885. Τo αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 9,7 από τον Ήλιο. * * * η το δαχτυλίδι του αρραβώνα.… … Dictionary of Greek
δαχτυλιδάκι — το 1. μικρό δαχτυλίδι 2. παιχνίδι συντροφιάς παρακαθημένων, όπου ένα δαχτυλίδι περιφέρεται κρυφά από χέρι σε χέρι … Dictionary of Greek
δαχτυλιδένιος — ια, ιο 1. όποιος έχει το σχήμα δαχτυλιδιού 2. (για πετράδια) κατάλληλος να στολίσει δαχτυλίδι 3. φρ. «δαχτυλιδένια μέση» τόσο λεπτή και κομψή σαν να μπορούσε να χωρέσει σε δαχτυλίδι … Dictionary of Greek
σφραγιδόλιθος — Μικρή πέτρα, πολύτιμη τις περισσότερες φορές, δεμένη πάνω σε δαχτυλίδι ή σε απλή σφραγίδα, με έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις ή γράμματα, που τη χρησιμοποιούσαν κυρίως για τη σφράγιση επιστολών. Σ. προϊστορικής εποχής βρίσκονται στην Αίγυπτο, τη … Dictionary of Greek
χαλκάς — ᾶ, ὁ, Α ο χαλκεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. ᾶς, που απαντά συν. σε ον. τα οποία δηλώνουν επάγγελμα (πρβλ. κλειδ ᾶς)]. (I) ο, Ν 1. μεταλλικός κρίκος 2. δαχτυλίδι 3. ρόπτρο πόρτας 4. στον πληθ. οι χαλκάδες τα δεσμά («τού πέρασαν χαλκάδες») 5.… … Dictionary of Greek
χρυσοδακτύλιος — ον, ΜΑ αυτός που φορεί χρυσό δαχτυλίδι αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «χρυσοκόλλητος σφραγίς χρυσοδακτύλιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + δακτύλιος «δαχτυλίδι»] … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek